ἐνδύματος

ἐνδύματος
ἔνδυμα
garment
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • ώα — (I) η / ὤα, ΝΜΑ, και όα Ν, και ᾦα ΜΑ, και ὄα και ὀά και οἴα και ὠία και ὤια Α παρυφή ενδύματος ή υφάσματος, ούγια νεοελλ. φρ. «αιδοιική ώα» ανατ. τα υπερτροφικά χείλη γυναικείου αιδοίου νεοελλ. μσν. περιθώριο σελίδας βιβλίου αρχ. 1. δέρμα… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • δύτης — Άτομο που εφοδιάζεται με κατάλληλες αναπνευστικές συσκευές, ώστε να μπορεί να παραμείνει υποθαλάσσια, με σκοπό να εκτελέσει έρευνες και διάφορων ειδών εργασίες. Ο δ. χρησιμοποιεί συνήθως ένα ένδυμα από αδιάβροχο ύφασμα, το οποίο κλείνει ερμητικά… …   Dictionary of Greek

  • κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… …   Dictionary of Greek

  • μανδύας — Είδος ενδύματος των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων. Τον μ. αποτελούσε ένα κομμάτι μάλλινο ύφασμα σε ορθογώνιο σχήμα, το οποίο κάλυπτε όλο το σώμα φτάνοντας έως τα πόδια. Συγκρατιόταν με μια πόρπη στους ώμους ή στο στήθος. Οι Έλληνες τον φορούσαν τον …   Dictionary of Greek

  • одежда — ОДЕЖД|А (3*), Ы с. Одежда: не болши ли ти есть пища д҃ша. и тѣло одеж(д)а. (ἐνδύματος) ПНЧ к. XIV, 88а; || одеяние, облачение: Ни ѥдинъ же отъ причитаѥмыихъ въ клиросъ да не облачитїсѧ не въ свою ризѹ… нъ въ одеждахъ да ходить. абиѥ причитаныихъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • одежьныи — (1*) пр. к одежа: подоло(к) одежныи. (ἐνδύματος) ГБ к. XIV, 210а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Καλασιριείς — Καλασιριεῑς, οἱ (Α) επαγγελματίες στρατιώτες τού αιγυπτιακού στρατού κατά τους περσικούς χρόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλάστρις. Την ονομασία αυτή πήραν οι πολεμιστές λόγω τού ενδύματός τους] …   Dictionary of Greek

  • Τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”